Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Πόσο άλλο πάει?







Τόσα χρόνια επέμενες, το βροντοφώναζες πως δεν πάει άλλο και εγώ σε άκουγα.
Μα μερικά χρόνια μετά ήταν αρκετές δύο ώρες για να ανατρέψεις τα πάντα και να αναιρέσεις τον εαυτό σου για πάντα. Άραγε δεν πιστεύεις τίποτα πια από αυτά που είχα κάνει ύμνο μου από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου?
Άλλος ένας μύθος, μέσα μου γκρεμίζεται.




Πότε σταμάτησες ν’αγαπάς τη φωνή σου?
Πότε σταμάτησες να πιστεύεις σ’αυτούς που σου εμπιστεύτηκαν τα τραγούδια τους?
Μην ανησυχείς (μεταξύ μας, τρόπος του λέγειν), δεν υπάρχεις για μένα με την σημερινή σου υπόσταση μα με την τότε, την όμορφη, την επαναστατική, την διαφορετική, τη γνήσια αυθεντική φωνή σου που εκμεταλλευόσουν με την πιο όμορφη και γοητευτική έννοια της λέξης, γιατί κάποτε ήσουν αυθεντικός.
Τώρα όμως Βασίλη είσαι ένας από αυτούς, τους πολλούς.




Θα’θελα να ήξερα τι νοιώθεις πια όταν τραγουδάς Άσιμο, Καββαδία, Λοίζο.
Θα’θελα να ήξερα τι νοιώθεις όταν στοιβάζεις, αυτούς που σε εκτίμησαν πραγματικά και φωνάζουν με την αλήθεια της ψυχής τους ότι ζούνε για να σ’ακούνε, σε ένα μαγαζάκι που σου κάνει σαφές πως αν δεν χαραμίσεις το 1/3 του μισθού σου ούτε με κιάλια δεν σε βλέπει γιατί πολύ απλά δεν είσαι στο οπτικό του πεδίο.




Κανονικά θα έπρεπε να γράφει απ’έξω πως απαγορεύεται η είσοδος στους κάτω από 1,77 , που δεν τους αρέσουν παιδικά αστεία που κρατάν 15 λεπτά, στους πάνω από 65 κιλά, σε ανθρώπους που φοράνε παλτό και κασκόλ Νοέμβρη μήνα, σε ανθρώπους με τσάντα, σ’αυτούς που δεν μπορούν να στέκονται 4 ώρες όρθιοι χωρίς να νοιώθουν 80 χρονών, σε εκείνους που δεν κουβαλούν μαζί τους σπαστό τραπεζάκι και σκαμπό γιαγιάς για την εκκλησία, σ’αυτούς που δεν έχουν φαντασία, που δεν έχουν πρόβλημα να τους καίνε τα χέρια με τσιγάρο, που δεν έχουν πρόβλημα να κολλήσουν διάφορα μικρόβια εκτός αν έχουν προπονημένη κύστη, που γουστάρουν σπρωξίδι και γενικά στους μη μαζόχες.

Ξέχασες Βασίλη τις συναυλίες στην Πανεπιστημιούπολη που τα έδινες όλα και δεν έπαιρνες δεκάρα?
Ξέχασες που έκανες κόσμο να θυμάται για χρόνια μετά τον τρόπο που έκανες μια απλή σκηνή σε μια πλατεία να λάμπει με την παρουσία σου?
Ξέχασες πόσα παιδιά ξεσήκωνες με «Το καράβι» σου και άλλα τόσα που έκανες να δακρύζουν μόνο με τη φωνή σου όπως έσπαγε «Πριν το τέλος» ?
Ξέχασες όλους αυτούς που ερωτεύτηκαν τη «Στέλλα» και της φώναζαν «Σ’ακολουθώ»?
Ξέχασες πόση χαρά και αξέχαστες βραδιές χάριζες απλόχερα?
Ξεχνάς γρήγορα Βασίλη.
Το καταλαβαίνω πως μπορεί να έχεις κάποια παραπάνω έξοδα αυτό τον καιρό μα δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να τα πληρώσω εγώ και όλοι οι άλλοι οι ανυποψίαστοι.




Βασίλη «Γεια σου». . .




(θυμάσαι?)

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

What' s new pusicat?




  1. Έχω ξεπατωθεί στο κουβάλημα και με πονάει η μέση μου,

  2. δεν έχω ιδέα για την έννοια της λέξης 'πάτος' στην προηγούμενη πρόταση,

  3. εχω αδειάσει εκατό χιλιάδες κούτες,

  4. εχω γεμίσει σκόνη,

  5. μοιάζω με εργάτη που θέλει να επισκεφθεί επειγόντως τους γιατρούς της Καζαμπλάνκα και οχι αυτούς χωρίς σύνορα,κοινώς πέρλα πηλοφόρι και μυστρί δεν ταιριάζουν επ'ουδενί,

  6. πλένω συνέχεια τα χέρια μου και εχουν ξεραθεί,

  7. βάζω κρέμα και γεμίζω τον τόπο δαχτυλιές,

  8. χτυπάει συνέχεια το γαμοκούδουνο και ούτε τουαλέτα δεν μπορώ να πάω,

  9. όλοι μου συμπεριφέρονται σαν να έπρεπε να έχω γεννηθεί ξεροντας τα πάντα για αυτό το γραφείο και ο καθένας κοιτάει να κάνει ακριβώς οτι είναι δουλειά του και ούτε το τηλέφωνο δεν σηκώνουν όταν δεν είναι η σκλάβα στη θέση της,

  10. πρέπει να οργανώσω απο την αρχή τα πάντα στο γραφείο λόγω της ανακαίνησης και δεν με βοηθάει κανείς,

  11. πρέπει να αποκτήσω μαντικές ικανότητες,

  12. έχει γεμίσει ο τόπος Αλέκους,

  13. δεν δουλεύω ποτέ οχτάωρο και δεν πληρώνομαι για παραπάνω ώρες,

  14. μόλις τελειώνω την τοποθέτηση των πραγμάτων απο τις κούτες που έχουν πλημμυρίσει το γραφείο μου φέρνουν και άλλες και δεν με βλέπω να τελειώνω ούτε στον αιώνα τον άπαντα,

  15. κανένας δεν έχει συνειδητοποιήσει την ποσότητα των κουτών(πραγμάτων και επιθέτων) που έχω τακτοποιήσει,

  16. έκοψα με χαρτί την καμπύλη του αντίχειρά μου και τσούζει απίστευτα,

  17. τις τελευταίες μέρες κάνω συλλογή απο κομμένα δάχτυλα,

  18. έπρεπε να φτιάξω στον μπός τσάι πράσινο με μέλι(μη χέσω)και εφόσον όλα τα πράγματα ήτο σε κούτες έπρεπε να ψάξω να βρώ που είναι η κούπα του, το τσάι και το μέλι.Την κούπα και το τσάι τα βρήκα αμέσως αλλά φυσικά το μέλι έπρεπε να είναι στην τελευταία κάτω κάτω και αφού είχα ανοίξει και τις 9 κούτες!

  19. δεν νιώθω και πολύ κωλόφαρδη σήμερα,
  20. τους παρακαλάω να μου φέρουν ηχεία για να ακούω μουσική και να μην νιώθω μοναξιά και δεν μου δίνει κανείς,
  21. σκέφτομαι να τους απειλήσω τραγουδώντας αλλά αφού ρωτήσω στην επιθεώρηση εργασίας αν νομιμοποιούνται να με απολύσουν για κακόφωνη,

  22. Το πρωι ο χώρος γύρω απο το γραφείο μου έμοιαζε με οχυρό,μετά απο λίγο έμοιαζε άδειος και μόνος,μετά πάλι με οχυρό,μετά πάλι άδειος, μετά πάλι οχυρό, μετά άδειος.Μπορείς να μαντέψεις πως μοιάζει εδω και λίγα λεπτά και αυξάνεται, ναι ναι με γεωμετρική πρόοδο(γιατί όταν μαθαίνουμε κάτι το μαθαίνουμε σωστά και το κάνουμε κτήμα μας και αμα το γουστάρουμε το χρησιμοποιούμε και στην καθημερινότητά μας) ,

  23. Τρέφομαι καθημερινά μέχρι τις 6,30 το απόγευμα με κρουασάν και χυμό και μετά με τόστ,

  24. αν δεν πάθω σκορβούτο θα πάω εθελοντικά να γίνω πειραματόζωο για την επιστήμη,

  25. πίνω ελάχιστο νερό και θα σπάσει το αλαβάστρινο δερματάκι μου και δεν θα μοιάζω πια με 20χρονο,
  26. εχω αυταπάτες,

  27. χάνω με γοργούς ρυθμούς (και οχι με γεωμετρική πρόοδο) το ροδαλό χρώμα στα μαγουλάκια μου,

  28. εχω στενές επαφές με καφέ ντουλάπες και καμία με τον έξω κόσμο,

  29. έχουν μουλιάσει τα δαχτυλάκια μου απο το κόλλημα γραμματοσήμων, κοινώς παπάριασαν,

  30. ούτε στα ελτα να δούλευα,

  31. οι μισοί απο εδω μέσα βήχουν σαν να καπνίζουν δεκαπέντε τρισεκατομμύρια χρόνια,

  32. θέλω να κάνω ενα καυτό μπάνιο και να ξαπλώσω κάτω απο το ζεστό μου πάπλωμα,

  33. αυτό δεν πρόκειται να γίνει σύντομα,

  34. έχω ήδη σχολάσει αλλά φυσικά ούτε κουβέντα για να φύγω,

  35. δεν κουνιέται κανείς,

  36. τα'φτυσα.

Το παρόν εσυντάχθει εν ώρα και υπο την επήρρεια εργασίας και εστάλη σε μια ηλίουια.

Ο σώζον εαυτό σωθήτω...

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007

Πώς να αποτύχεις σε μια συνέντευξη για δουλειά?

Έχεις κλείσει ραντεβού για συνέντευξη μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας ώρα αιχμής και πρέπει να πας κάπου που ξέρεις μόνο στο περίπου πού είναι και έχεις δώσει στον εαυτό σου όσο χρόνο θα χρειαζόσουν αν ήξερες ακριβώς πού βρίσκεται το μέρος που πας, λεπτό παραπάνω.
Φυσικά ξεκινάς τελευταία στιγμή χωρίς να εξοικονομήσεις καθόλου χρόνο για να προετοιμαστείς και αρχίζεις να αγχώνεσαι με γεωμετρική πρόοδο.
Έχεις ξεχάσει ότι πρέπει να αλλάξεις γραμμή στο μετρό και ψάχνεις τη διαδρομή στον τοίχο για να δεις προς τα πού πρέπει να πας. Φυσικά το χάνεις τελευταία στιγμή και βλέπεις ότι το επόμενο θα έρθει σε 5 λεπτά, όσα ακριβώς σου απομένουν δηλαδή για να είσαι στην ώρα σου.
Βγαίνεις τελικά από τον σταθμό και εννοείται πως δεν ξέρεις προς τα πού πρέπει να πας. Ρωτάς όλους τους περιπτεράδες τριγύρω και helloooooo , δεν ξέρει κανείς τη διεύθυνση που ψάχνεις.
Περνάς από όλα τα πιθανά δρομάκια, γιατί υποθέτεις πως για να μην το ξέρει κανείς δρομάκι ψάχνεις και είναι αυτονόητο πως δεν το βρίσκεις αλλά για καλή σου τύχη είναι ένα συνεργείο μεταφορών εκεί που περπατάς και κοντεύεις να λιποθυμήσεις απ’το άγχος και τη ζέστη και δόξα τον ύψιστο ξέρει τον δρόμο που ψάχνεις.
Βρίσκεις επιτέλους τον δρόμο και σταματάς σε ένα κολωνάκι (το πράγμα όχι την περιοχή) και ψάχνεις στην ξέχειλη από αντικείμενα τσάντα που κουβαλάς όλη μέρα για το μικρούλι χαρτάκι που έχεις γράψει τη διεύθυνση, το τηλέφωνο και το όνομα της εταιρίας και του ανθρώπου που πρέπει να συναντήσεις για τη συνέντευξη βγάζοντας όσα περισσότερα πράγματα μπορείς από μέσα και κρατώντας τα στα χέρια, κάτω από τις μασχάλες και όπου αλλού έχεις χώρο και συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει πουθενά.
Για καλή σου τύχη θυμάσαι τη διεύθυνση και στο περίπου το όνομα της εταιρίας και δεν πανικοβάλλεσαι τόσο όσο να συνειδητοποιήσεις την αθλιότητα της κατάστασής σου και αρχίζεις να ψάχνεις το κτίριο. Μπαίνεις στο πρώτο που βλέπεις πως η ονομασία παραπέμπει στο αντικείμενο της εταιρίας που ψάχνεις χωρίς να ελέγξεις το νούμερο και εισβάλλεις στο ασανσέρ πατώντας το κουμπί που η έμπνευσή σου σου λέει πως θα σε πάει στον σωστό όροφο.
Χτυπώντας το κουδούνι βρίσκεσαι μπροστά σε κάποιον που σε κοιτάζει σαν να αντικρίζει την παραπάνω μούρη(και με το δίκιο του) και σε ρωτάει τι θες. Εσύ του λες ότι έχεις έρθει για την συνέντευξη και σού’ρχεται η μετωπική με την ερώτηση που ήθελες να αποφύγεις όπως όταν ήσουν παιδί τις φακές αλλά τελικά τις έτρωγες:
Με ποιόν? Φυσικά εσύ δεν ξέρεις το όνομά του μιας και ήταν γραμμένο στο χαρτάκι που έχασες πριν από λίγο και κοιτώντας τον σαν σαύρα τη μύγα του απαντάς ότι δεν θυμάσαι αλλά ξεκινάει από Γ. Εξαφανίζεται για λίγο ξύνοντας τα λιγοστά μαλλιά που του έχουν απομείνει και μετά επιστρέφει και σου λέει με σιγουριά πως έχεις κάνει λάθος κτίριο, του λες το νούμερο που σου θυμίζει ότι γράφει το σημείωμα που έχασες και σε παραπέμπει σε δυο κτίρια παρακάτω με βλέμμα συμπόνιας και αμέριστης συμπαράστασης για το δράμα που πιθανόν ζει η οικογένειά σου.
Φτάνεις στο σωστό μέρος και ξαναβουτάς στο ασανσέρ, πατάς το κουμπί που νομίζεις πως θα σε οδηγήσει στον σωστό όροφο αλλά στην πορεία αλλάζεις γνώμη και πιστεύεις ακράδαντα πως είναι έναν όροφο πιο κάτω και μόλις φτάνεις μισανοίγεις την πόρτα, την ξανακλείνεις, πατάς το αποκάτω νομίζοντας πως πας εκεί που θες και δεν κάνεις τραγικό λάθος και μόλις φτάνεις παίζεις το ίδιο έργο με λίγο πριν αλλά και πάλι τρως πόρτα και πάς παρακάτω με την σκέψη της τελευταίας ελπίδας να κρέμεται από μια κλωστή αλλά ευτυχώς βρίσκεις επιτέλους στόχο.
Μπαίνεις μέσα και η γραμματέας σε πάει κατευθείαν στο γραφείο του ανυποψίαστου που θα ανεχτεί τη μούρη σου για τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά και κάθεσαι.
Πιάσε εικόνα τώρα: εσύ έχεις κατακοκκινίσει εντελώς από το τρέξιμο και η μούρη σου μοιάζει με μπαλόνι του ολυμπιακού έτοιμο να σκάσει, στάζεις από παντού και το άσπρο πουκάμισο που νόμιζες πως θα είναι το κατάλληλο ένδυμα για μια αξιοπρεπή συνέντευξη έχει γίνει διάφανο στα αυλάκια που έχει σχηματίσει ο ιδρώτας, το κρυολόγημα που σου κάνει παρέα τις τελευταίες μέρες αποφάσισε να κάνει αισθητή την παρουσία του και βρίσκεσαι να παλεύεις με ότι έχει σωθεί από το μοναδικό χαρτομάντιλο που σου έχει απομείνει, πας να μιλήσεις και δεν μπορείς να αποφασίσεις αν χάνεις τα λόγια σου από το λαχάνιασμα ή το άγχος που χάρη στη γεωμετρική πρόοδο έχει φτάσει στο συν άπειρο και τελικά καταφέρνεις να φύγεις όσο πιο γρήγορα μπορείς, σχεδόν τρέχοντας και παρακαλάς να ανοίξει μαγικά μια τρύπα κάτω από τα πόδια σου για να κρυφτείς αξιοπρεπώς όσο είναι καιρός και αντέχεις να στέκεσαι πάνω σ’αυτά.

Μετά από όλα αυτά αν μάθεις ότι σε πήραν στη δουλειά να εύχεσαι μην είναι η φωλιά του κούκου αυτοπροσώπως.
Με τις υγείες σου.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

Τι απέγινε ο καπνός σου?




Έλα κράτα το και μόλις σου πω πάρε μια βαθιά ανάσα.
Δεν μπορώ, πνίγομαι. Μα θα είναι γλυκό μπροστά στον λυγμό που θα σε πνίγει χρόνια μετά.
Στα δώδεκα τι να ξέρει και τι να καταλάβει κανείς? Δώδεκα στιγμές, δώδεκα πνοές.

Στα χέρια να καίει και να βαραίνει το μυαλό, στα χέρια να γλιστράει και να κιτρινίζει τα αυλάκια τους, στο στόμα να κρέμεται και να πικρίζει για τη ζωή που θα ‘ρθει, προοικονομία του Ομήρου που με βάσανο μάθαινες.

Σε βρώμικα πεζούλια και σε σκοτεινά δρομάκια παρέα με τα λόγια που πάντα θα θυμάσαι, λόγια κρυμμένα που το φεγγάρι τα ξεθάβει από κάθε γωνιά σου, λόγια που ξέρεις πως θα μείνουν εκεί . Λόγια που ξεπηδούν από στενά σοκάκια που χιλιοπερπάτησες.
Έχεις δει πως καίγεται αργά και αφήνει το γκρι, απαλό να πέφτει νωχελικά μέσα από τη φωτεινή λάμψη..

Μυστικά και όνειρα ειπωμένα μετά από χρόνια ξεχασμένα και παραδομένα.
Βυζαντινό και Καφωδείο ώρες ατέλειωτες παρέα με μουσικές που ποτέ δεν θα ξεχαστούν μα ο καπνός έχει πια χαθεί λες και αυτό είχες σκοπό όταν προσπαθούσες να τον φυσάς με δύναμη μακριά.

Στα δεκαπέντε παρέα με τα πολύχρωμα φώτα τα γέλια και τα μυστικά ποιήματα, στα δεκάξι τα πρώτα χτυποκάρδια και τα απαγορευμένα διαλείμματα πίσω από το αμφιθέατρο, στα δεκαεπτά παρέα με τα τραγούδια του Άσιμου τις συναυλίες από το κάστρο και τα νυσταγμένα ποτά, στα δεκαοκτώ παρέα με τη βροχή και την ζωή στα σκαλάκια της βιβλιοθήκης, στα δεκαεννιά με τις προδοσίες το παρελθόν και τα όνειρα και τώρα παρέα με την αλήθεια..

«Και δεν μου καίγεται καρφί, αν εσύ περνάς και δεν μου ξαναμιλάς.
Ίσως να ξανάρθεις, όταν θα ‘χω πια, όταν θα ‘χω πια χαθεί.
Κι ή θα μ’ έχουν κάψει, ή θα έχω μα... ή θα έχω μαραθεί.
Κι ας μη σου καίγεται καρφί, κι ας συνήθισες, κι ας συνήθισες κι εσύ.»

Νικόλας Άσιμος.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

Περίεργη ιστορία?

Μια ιστορία ξέχειλη με λέξεις που δεν βγάζουν νόημα.
Μια ιστορία που φοβάμαι πως αν την διηγηθώ δεν θα την καταλάβει κανείς και δεν θα έχει νόημα πια.
Μια ιστορία που δεν μου φτάνει η φαντασία μου να δω το τέλος της.
Μια ιστορία γεμάτη άσπρο και μαύρο που έχει αφήσει το γκρι άστεγο.
Μια ιστορία?
Όχι.
Είναι πολλές που τρέχουν σαν ποτάμια για να εκβάλλουν τελικά σε μια.
Ιστορίες που είναι φτιαγμένες με πολλά υλικά, με μπερδεμένα συναισθήματα, δυνατά γέλια με ανοιχτό το στόμα και ένα χέρι μπροστά για να τα συγκρατεί, πολλούς άτυχους και επίπονους χωρισμούς που όμως με επηρεάζουν έμμεσα και άμεσα, φιλίες που κάνουν στενή παρέα με έρωτες και χάνονται μάταια οι ισορροπίες που με κόπο συντηρούνται σε λίγα λεπτά ή με το πέρασμα του χρόνου, κρυφά νοήματα μέσα από λέξεις για σένα που διαβάζεις τώρα και καταλαβαίνεις αυτό που νομίζεις πως ανακάλυψες μα και που ποιος ξέρει αν τελικά είναι αυτό που κρύβεται από πίσω και που είναι φτιαγμένες με καινούριο υλικό που όμως δεν μοιάζει να είναι το σωστό μάτια μου.
...................................................
Με ήλιους , με φεγγάρια οι μέρες περνούν και αλλάζουν και μαζί τους αλλάζει το μέσα και το έξω μου.
Δεν έχω πάντα σκοτάδι μέσα μου μα όταν χάνεται ο ήλιος μιλάω με τα γράμματα , όχι με τα λόγια.
Όταν έχω τον ήλιο μέσα μου μιλάω με το γέλιο.

Λύπη γράμματα, χαρά ήχος..

Όταν ήμουνα μικρή είχα παραμύθια που συνοδεύονταν με μια κασσέτα και τα γραμμένα λόγια απ’το χαρτί χόρευαν γύρω μου με την μορφή παραμυθένιων ήχων και οι χαρακτήρες των ακίνητων πρωταγωνιστών παίρναν μορφή μέσα μου.

Τα γράμματα μου δίνουν την ελευθερία και ο ήχος τη ζωή.

Το παραμύθι μου είναι αυτό, με τις σελίδες του γεμάτες γράμματα και ήχους.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

Έχεις κουραστεί?



Ξεκινάς μια μέρα σίγουρος για το πώς θα την περάσεις, αλλά ένα τηλεφώνημα μόνο αρκεί για να τα αλλάξει όλα.

Είναι γρήγοροι οι ρυθμοί της και δεν έχεις τον απαιτούμενο χρόνο για να αφομοιώσεις τα νέα δεδομένα, απλά λειτουργείς παράλληλα με τον χρόνο.

Πράττεις ενστικτωδώς και έχεις ήδη μετανιώσει.

Πότε το ένστικτο ήταν φίλος σου…

Νιώθεις το λάθος μα και ο χρόνος πίσω να μπορούσε να γυρίσει πάλι αυτό θα διάλεγες να κάνεις.

Και το αποτέλεσμα…μικρά μα επίπονα τσιμπιματάκια στο μέρος της καρδιάς.

Σου έχει τύχει να μην ξέρεις τι θες?

Σκοτεινιάζει νωρίς.

Εκεί που νομίζεις πως μπορείς να προσποιηθείς πως όλα μπορούν να αλλάξουν, συνειδητοποιείς πως σκοτείνιασε εκεί που δεν το περίμενες.

Είδες τον ήλιο να λάμπει και νόμιζες πως θα παραμείνει για πάντα λαμπερός.

Μα δεν κατάλαβες πως είναι αργά για αυταπάτες.

Ζεις τη μέρα και φοβάσαι μην ξυπνήσεις από τον εφιάλτη που είσαι σίγουρος πως θα έρθει.

Ακυρώνεις τη στιγμή ή απλά έχεις κουραστεί?

Σκοτεινιάζει νωρίς.

Πες μου λοιπόν το σωστό.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

Καταλαβαίνεις?



Το χειρότερο δεν είναι που γύρισαν όλοι. Όχι. Το χειρότερο είναι που για κάποιο λόγο ξεχύθηκαν όλοι στους δρόμους και επικρατεί μια φοβερή συμφόρηση, όχι στους δρόμους. Όχι .Στα πεζοδρόμια, στο μετρό, στα λεωφορεία και στα μαγαζιά.
Μια απίστευτη κοσμοσυρροή που κινείται σε αλλοπρόσαλλους ρυθμούς.
Ο καθένας κάνει και πάει όπου γουστάρει όπως γουστάρει και γιατί έτσι γουστάρει στην τελική.
Βιάζεσαι να πας στη δουλειά σου? Όχι. Θα περιμένεις πίσω από τον χοντρό αργόσχολο που γουστάρει να πηγαίνει με το πάσο του και τρώει σουβλάκι πρωί πρωί και του στάζει και πιάνει όλο το δρόμο, όχι το πεζοδρόμιο είπαμε. Θα περιμένεις πίσω από την κότα που αποφάσισε πως τα τακούνια την κάνουν πολύ σέξυ παρόλο που πάει βάρκα γιαλό και εκεί που πάει δεξιά και πας να περάσεις από αριστερά το παίρνει αλλιώς γιατί γέρνει και σου κλείνει το δρόμο-πεζοδρόμιο. Πας από δεξιά, πάλι μπροστά σου γιατί έγειρε απ’την άλλη κοκ. Και μετά σου φταίει αυτός που ανακάλυψε αυτό το σατανικό είδος παπουτσιού που μόνο σκοπό έχουν να σε βγάζουν εκτός εαυτού και να θες να τα βγάλεις και να τα κοπανάς κάτω μέχρι να διαλυθούν σε απειροελάχιστα μικρά κομμάτια και να μην τα ξαναδείς, πόσο μάλλον να τα φορέσεις ποτέ ξανά, αλλά ας όψεται η κακούργα κενωνία.
Και πας να πάρεις το λεωφορείο από τη στάση για να πας επιτέλους σπίτι σου μετά από ώρες δουλειάς να ξεραθείς σαν άνθρωπος και εσύ. Και αντί να δεις τους μοντέλους να σου χαμογελάνε με το κατάλευκο χαμόγελο και να σε κοιτάζουν λάγνα, με το ηλιοκαμμένο τους σώμα από τις αφίσες στις στάσεις και να περάσει η ώρα μέχρι να φανεί το λεωφορείο ευχάριστα, βλέπεις ξαφνικά τον Κωστάκη με το περίπου χαμόγελο(ούτε η Τζοκόντα να’τανε)περίπου μορφασμό αηδίας, περίπου ένα απόλυτο τίποτα στη μούρη να σε κοιτάζει και να σκέφτεσαι που πήγε το πάνω χείλος του και γιατί δεν του μικρύνανε λίγο τη μύτη τόσο φότοσοπ που έχει πέσει γενικότερα. Κοτζάμ πρωθυπουργός(ακόμα πιάνεται ότι είναι? ιδέα δεν έχω)δεν μπορούσε να χαλάσει λίγα ευρουλάκια παραπάνω για να τον σιάξουνε ελαφρώς μην τρομάζει και ο κόσμος?
Μ’αυτά και μ’αυτά έρχεται το λεωφορείο μπαίνω μέσα και αντικρίζω μια απόπειρα αφίσας για μια συναυλία του Κότσιρα και μιας άλλης και ενός άλλου και λέω καλός είναι να πάω να τον δω…χτες που ήταν η συναυλία. Μια χαρά.(μεταξύ μας ο Κότσιρας ή δεν ξέρω ποιος άλλος δεν έδωσε ούτε ένα λεπτό, όχι απ’τη ζωή του, από τα ευρώ του, για την αφίσα. Αυτός να κοιτάει κάτω σαν να του λύθηκε το κορδόνι και να σκεφτόταν ότι βαριέται να σκύψει και οι άλλοι δυο πίσω του δεξιά κ αριστερά να κοιτάνε τον φακό και οι τρεις με άσπρο περίγραμμα σαν να είναι εξωγήινα καρτούν. Αλλά ήταν για καλό σκοπό οπότε συγχωρείται)
Κάποιες μέρες του μήνα έχω πολλά νεύρα γι’αυτό μη μου δίνεις σημασία, καταλαβαίνεις?

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007

Που πάνε τα όνειρα όταν τελειώνουν?

Είδα τη θάλασσα στα μάτια σου ...


(... μα τελικά δεν ξέρω αν ήταν αληθινή ή την έπλασε η φαντασία μου...)

Μπορεί να μην το πιστέψεις, μπορεί μάλιστα να σου φανεί και χαζό, ίσως υπερβολικό, αλλά το ένιωσα εκείνη την στιγμή που με είχες στην αγκαλιά σου ακουμπισμένος στο αυτοκίνητο πως με αποχαιρετούσες και όχι στο λιμάνι όταν με άφησες να φύγω, γιατί το ήξερες, περίμενες.. και το ένιωσα εκείνη ακριβώς την στιγμή, γι’αυτό και δεν γύρισα πίσω να κοιτάξω όπως δυο μέρες πριν και ας μην με είδες. Γι’αυτό και δεν σε πήρα μετά. Γι’αυτό και δεν ξαφνιάστηκα όταν μου το είπες το ίδιο βράδυ.

Στο λιμάνι ξέρω ποια χαιρέτησες, λίγη ώρα πρίν όμως?

Σε εκείνο το παγκάκι είναι ζεστά ακόμα τα αποτυπώματά μας και ο ήλιος που ξεπρόβαλλε δεν άφησε και πολλά περιθώρια μα τα ξένα σεντόνια θα ποτιστούν τώρα με άλλο άρωμα, τόσο γνώριμο μα πόσο παντοτινό κανείς δεν ξέρει. Εσύ όμως ξέρεις τι θες νά’ναι παντοτινό ..Αν ψάξεις στην καρδιά σου μέσα θα το βρεις, εκεί υπάρχει.

Με ρωτάς αν θα σε σκέφτομαι, μου ζητάς να μην σε ξεχνάω μα αναρωτιέμαι γιατί.

Άφησα μες τη θάλασσα ένα δάκρυ μου και έθαψα στην άμμο τις αναμνήσεις μου την τελευταία μέρα στο αγαπημένο μου μέρος. Εκεί που είχα ζήσει κάποτε τόσο ξέγνοιαστα προσπάθησα να ξεμπερδέψω τα θέλω με τα πρέπει, το όνειρο με την πραγματικότητα. Γι’αυτό είχα σκοτεινιάσει και απέφευγα τα μάτια σου.

Πάτησα πάνω στα παλιά μου χνάρια και μετά έφτιαξα καινούρια.

Όνειρο ήταν?

..Να ονειρεύομαι


Στίχοι: Δημήτρης Λάγιος

Μουσική: Δημήτρης Λάγιος

Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας

Να ονειρεύομαι απ' το παράθυρο να ταξιδεύω

να μπαίνω μέσα σου να καταστρέφομαι και να πεθαίνω

Η σωτηρία μου είναι ο θάνατος και το κορμί σου

να μπαίνω μέσα σου να καταστρέφομαι και να πεθαίνω

Να ονειρεύομαι απ' το παράθυρο να ταξιδεύω

σ' ένα πλατύ γιαλό στην εγκατάλειψη λευκού χειμώνα

Να αγγίζω το βυθό και να ξοδεύομαι γιατί το θέλω

σ' ένα πλατύ γιαλό στην εγκατάλειψη λευκού χειμώνα

Να ονειρεύομαι απ' το παράθυρο να ταξιδεύω

Η γύμνια λάμπει με του λευκού τη λάμψη

μαγεύει το θάνατο με το λευκό
απουσία κι όλα τίποτα, δαπάνη, γύμνια...

Να ονειρεύομαι απ' το παράθυρο να ταξιδεύω

με τον έρωτα γύρω και το θάνατο κάτω απ' τα μάτια

Ξόδεμα συνέχεια δεν υπάρχουν μάσκες τ' όνειρο είναι που μαγεύει

Ανοίγω.....ξημερώνει.....

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2007

Θα με θυμάσαι?

...λίγο πριν κρατούσες το χέρι μου... με κοίταξες και είδα τη θάλασσα στα μάτια σου..


Πάλι πίσω λοιπόν και νιώθω σαν να πέρασαν δυό μέρες και οχι δύο εβδομάδες.
Πίσω στα ίδια. Με περίμεναν όπως τα άφησα. Τι περίμενα να έχει αλλάξει?
Η ίδια διαδρομή, τα ίδια πρόσωπα (ίσως μόνο πιο σκούρα), το ίδιο γραφείο ακόμα με τις ίδιες εκκρεμότητες, οι ίδιοι προβληματισμοί, τα ίδια παράπονα.

Τι και αν πήρα τραίνα, λεωφορεία, αεροπλάνα, πλοία, αυτοκίνητα και με πήγαν σε μέρη άγνωστα και γνώριμα..

Μόνο εγω έχω αλλάξει. Μέσα μου σίγουρα.

Ήταν ένα απο τα καλοκαίρια που δεν θα ξεχάσω ούτε λεπτό, με τα περίεργα, τα τραγικά, τα απίστευτα, τα καλά και άσχημα μα είναι όλα δικά μου και θα γεμίζουν τη ζωή μου.
Το καλοκαίρι που δεν θα βαρεθώ ποτέ να το διηγούμαι, απο την αρχή μέχρι και το τελευταίο λεπτό.

Ίσως γι'αυτό περιμενα να έχουν αλλάξει και όλα αυτά που άφησα πίσω μου.
Άλλαξαν τόσα πολλά μέσα σε λίγες μέρες στη ζωή μου που το θεωρούσα σίγουρο και για όλα τα άλλα.

Πως να μην σε σημαδέψει όταν σε ξυπνάει ένα τηλεφώνημα που σου ανακοινώνει οτι η ζωή αποφάσισε να δώσει μια ακόμη ευκαιρία στον άνθρωπο που λατρεύεις πιο πολύ στη ζωή σου?
Ένιωσα την καρδιά μου να σταματάει όταν άκουσα τα λόγια της και έτρεξα την άλλη μέρα κοντά του για να σιγουρευτώ με τα μάτια μου ότι ήταν όντως όπως τον άφησα, μόνο με δυο μώλωπες παραπάνω.
Ένιωσα το αίμα μου να παγώνει όταν τον άκουσα να μου περιγράφει τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του δυστυχήματος που παραλίγο να μου τον στερήσει.
Τον αγάπησα ακόμη περισσότερο όταν με άφησε να του φροντίσω τις πληγές και δεν τόλμησα να σκεφτώ δεύτερη φορά πως θα ήταν η ζωή μου χωρίς αυτόν.
Ο μπαμπάς μου για κάποιο λόγο κέρδισε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή και είμαι ευγνώμον γι'αυτό.

Απο το ζενίθ στο ναδίρ και το αντίστροφο και αυτό κάθε μέρα.

Μέρες γεμάτες με τα πάντα.
Τώρα νοσταλγώ αλλά και ζω τις επόμενες στιγμές.
Τίποτα δεν τελείωσε.
Τώρα αρχίζουν όλα.

Θέλω να με θυμάσαι πάντα..
(.. και εσυ μου ψιθύρισες στο λιμάνι " μη με ξεχνάς" .. μα πως θα μπορούσα άλλωστε μετά απο τόσα χρόνια ..)


Να με θυμάσαι

Στίχοι: Γιώργος Παυριανός
Μουσική: Στάμος Σέμσης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας



Όταν θα τελειώσει ξαφνικά το καλοκαίρι
όταν θα 'χω φύγει μακριά σε κάποιο αστέρι
τίποτα να μη φοβάσαι να με θυμάσαι
γιατί σ' αγαπούσα πιο πολύ κι απ' τη δική μου τη ζωή

Όταν θα χαθούν οι αγάπες κι οι φιλίες
όταν θα με βλέπεις στις παλιές φωτογραφίες
τις βραδιές που δεν κοιμάσαι να με θυμάσαι
γιατ'ι σ' αγαπούσα πιο πολύ κι απ' τη δική μου τη ζωή

Όταν θα κοιτάς την άδεια θέση στο τραπέζι
όταν θα ακούσεις το τραγούδι αυτό να παίζει
μη δακρύζεις μη λυπάσαι να με θυμάσαι
γιατί σ' αγαπούσα πιο πολύ κι απ' τη δική μου τη ζωή.

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2007

Φεύγω?



Ω, μα ναι!





Ήρθε επιτέλους η ώρα να πάρω άδαα!!! Άλλο λίγο αν αργούσε θα με παρουσίαζαν τα δελτία των 8.30 (και δεν εννοώ στα κοσμικά) .


Μετά απο χωρισμούς(πολλούς), επανασυνδέσεις, και άλλους χωρισμούς, ίντριγκες, ξενύχτια, συμβουλές εκατέρωθεν, γράμματα, αναμονή, μικρές εξορμήσεις εδώ και εκεί, παρεξηγήσεις, λύσεις, αναβολές, αλλαγές, δικαστές, περίεργους, παραπονεμένους, μικρούς, πληγωμένους, γκρίνιες, πισωγυρίσματα, απρόβλεπτες εξελίξεις, μηνύματα, ποτά, κλάματα, περίεργα νέα, μπερδέματα, κούραση και πολλή ζέστη, φεύγω!




Δεν ξέρω τι να περιμένω, άλλωστε είναι αρκετά περίεργα όλα ώστε να κάτσω να τα σκεφτώ κι'όλας και είναι πολύ επικίνδυνο μέρες που'ναι μην κάψω και τίποτα.


Για τώρα μου αρκεί η καλή παρέα και ατέλειωτες ώρες στη θάλασσα.

Τώρα επιτέλους μπορώ να το πώ...
ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!!!


Παρασκευή 20 Ιουλίου 2007

Για πού έβαλες πλώρη?



Προορισμός μου όσα περισσότερα μέρη του κόσμου μπορώ να επισκεφθώ, να εξερευνήσω, να ανακαλύψω.

Προορισμός μου η μεγαλύτερη δυνατή ένταση της αγάπης που μπορεί να βιώσει κανείς. Η απόλυτη.

Προορισμός μου το απεριόριστο και άδολο χάρισμα στην αληθινή φιλία.

Προορισμός μου η αγνότητα της ψυχής.

Προορισμός μου το δόσιμο.


Χορηγός : ο Βασίλης που μας προτρέπει να ζήσουμε τη ζωή.

Θυμάσαι?



Θυμάσαι που μου είπες μια μέρα.. ότι και αν γίνει δεν θέλω να σε χάσω ποτέ από τη ζωή μου…?
Και εγώ σου λέω πως δεν το αντέχεις να με βλέπεις, δεν μπορείς να μην με έχεις αγκαλιά και να μου κρατάς το χέρι όπως τότε που μου έδειχνες τα αστέρια και να μου χαμογελάς όπως μόνο εσύ ξέρεις.

Θυμάσαι που μου είπες μια μέρα.. πως πιστεύεις σε μένα?
Και εγώ σου λέω πως το είπες πάνω στον ενθουσιασμό σου γιατί κάποιος που αποκρύπτει την άλλη μισή ζωή του δεν μπορεί να εννοεί κάτι που δεν ξέρει και κρίνει συνεχώς έστω και ασυναίσθητα.

Θυμάσαι που μου είπες μια μέρα.. πως θα με προσέχεις για πάντα?
Και εγώ δεν σε άφησα..

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2007

Εξανεμίζεται η αγάπη?

Καπνός και φεύγει...





Δεν μένει τίποτα.. μένουν μόνο κάποιες ξεφτισμένες κάρτες, που σου καίν τα δάχτυλα, με παχιά λόγια και μουντζουρωμένες αγάπες να θυμίζουν πως ίσως κάποτε κάτι υπήρξε γιατί είναι εκεί και τις βλέπεις, είναι χειροπιαστές μα μόνο σαν υλικό όχι σαν ουσία.(χαρά όταν τα δίναμε ο ένας στον άλλον … και τώρα τα τρώνε οι κούτες, η σκόνη και ο φόβος μην τα δει κανείς…)

Έχει το χρώμα που φλέγεται και αναβοσβήνει. Έχει το όνομά του και το ξανακοιτάς με απορία για σιγουριά. Τρέμει το χέρι και δεν μπορείς να ανταποκριθείς αμέσως. Μα δεν μπορείς να αντισταθείς και έρχεται αμέσως η απάντηση να σε γλιτώσει από την γνώριμη αναμονή με το ίδιο όνομα μα διαφορετική ιστορία, που δεν έμελλε να αρχίσει, που έμεινες στο φτερούγισμα και σου κόψαν τα φτερά και πέφτοντας άνοιξες στα δυό αιμορραγώντας και τότε ήταν που έχασες την πίστη σου ..

Μιλάς για τα παλιά, νοσταλγείς το καταλαβαίνω, σε καταλαβαίνω, ψάχνεις να πιαστείς από λέξεις, από κρυφά νοήματα, εξαναγκάζεις το κρυφό να γίνει υπαρκτό μα με γεμίζεις με τις παλιές σου κακές συνήθειες. Μα γιατί νομίζεις πως τις ξέχασα, γιατί θέλεις να τσαλακώσεις την στιγμή…
Μιλάμε μαζί μα είμαστε μόνοι. Δυο παράλληλοι μονόλογοι χωρίς ουσία.
Αγώνας να κερδίσεις, μα ποιος τον ορίζει, μα ποιος λαγαριάζει στο τέλος τον νικητή?

Ανούσιες φανφάρες και μυθιστορήματα για τα διαλείμματα.

Αναπολείς, θυμάσαι, με ρωτάς, θυμάμαι? Ναι μα όχι.

Το μυαλό μου σε πολιορκούσε αυτές τις μέρες και τελικά βρήκε στόχο. Μερικές φορές δεν είναι καλό να βρίσκεις τον στόχο γιατί δεν μπορείς να απολαύσεις την νίκη σου…

Έχε γειά..

Σάββατο 30 Ιουνίου 2007

Μ'ακούς?


Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, λένε και μάλλον έχουν δίκαιο.
Στον αγώνα της επιβίωσης και της προσπάθειας λοιπόν οι άνθρωποι να βρουν την ευτυχία βάζουν τη σωτηρία της ψυχής τους σε δεύτερη μοίρα και είναι τόσο γρήγοροι οι ρυθμοί της ζωής σήμερα που δεν προλαβαίνουν να αναλογιστούν το κόστος που τους αποφέρει μοιραία η κάθε τους βεβιασμένη κίνηση αναζήτησης της πλασματικής και παροδικής ευτυχίας..
Δεν έχουν αναλογιστεί ποτέ την μηδενικότητα της ουσιαστικής ύπαρξης του ανθρώπου γιατί εθελοτυφλούν μπροστά στην σκληρή αλήθεια της πραγματικής ουσίας του δώρου της ζωής.. Θα πρέπει πιο συχνά οι άνθρωποι να στρέφουν τα μάτια τους ψηλά στον ουρανό μήπως κάποτε κάποιος αναλογιστεί την ανούσια αναζήτηση ευτυχίας σε λανθασμένα μονοπάτια και οδηγήσει τα βήματά του στα σωστά, παρασέρνοντας μαζί του και άλλους ανθρώπους στην προσπάθεια ανεύρεσης όχι της υλιστικής ευτυχίας αλλά της υπαρκτής.
Αυτής που υπάρχει στην καρδιά κάθε ανθρώπου και το μόνο που έχει να κάνει για να την αποκτήσει είναι το πιο απλό αλλά συνάμα και ακατόρθωτο για πολλούς, να καταφέρει να παραμείνει η ψυχή του αγνή.. Αυτός που θα το καταφέρει αυτό θα έχει ζήσει ευτυχισμένος και δεν θα φύγει νιώθοντας την ψυχή του βαριά από την απογοήτευση και το κρύο κενό, αλλά ανάλαφρη και ζεστή από την απόλυτη ευτυχία..
Γιατί δεν γίνεται κάποιος να νιώσει την απόλυτη ευτυχία κατά τη διάρκεια της μάταιης ζωής του παρά μόνο τα λίγα δευτερόλεπτα πριν το μεγάλο ταξίδι.. Γιατί η ευτυχία είναι στιγμές αλλά η απόλυτη ευτυχία μόνο μία και μοναδική στιγμή νιώθοντας την πληρότητα πριν το τέλος..
(σ λ)

Ξυπνάς?

Ξυπνάω το πρωί από ένα θόρυβο της διπλανής και με τρόμο ανακαλύπτω πως έπρεπε να είμαι στη δουλειά πριν μισή ώρα.
Μέσα σε χρόνο ρεκόρ 30 δευτερολέπτων ντύνομαι κυριολεκτικά με ότι βρήκα μπροστά μου, ευτυχώς ταίριαζαν(!), φοράω τα γυαλιά ηλίου για να μην φαίνονται τα πρησμένα μου μάτια και οι γραμμές ολόβερ και τρέχω πανικόβλητη για ταξί. Με λούζει κρύος ιδρώτας, δεν βρίσκω ταξί, ώρα αιχμής, όλα τριπλοκούρσες.
Μπαίνω σε έναν διπλοκουρσά, ακούω όλη την φρικαλέα συζήτηση με τον μπροστινό, με προφορά καράβλαχου αξύριστου νεόπλουτου του κερατά με άπειρα κόμπλεξ και ψωνισμένο υφάκι του κώλου(οκ έχω νεύρα) να γειώνει τους πάντες και τα πάντα, να κάνει βαρυσήμαντες δηλώσεις του στυλ « δεν παντρεύομαι γιατί έχω χιλιάδες γυναίκες στα πόδια μου να με παρακαλάνε και να μου κάνουν ότι θέλω… (excuse me?) και φυσικά μετά από αμέτρητα χρόνια βαθιάς σκέψης και περισυλλογής να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ‘η πολιτεία φταίει για όλα’! Και κατέληξε λέγοντας ότι θα φύγει από την #@*#$@Αθήνα και θα πάει να ανοίξει μια ταβέρνα στο χωριό του και τι βλάκες που είμαστε όλοι εμείς οι υπόλοιποι, τα θύματα που μένουμε ακόμα εδώ.. Οκ δεν είναι και το καλύτερο μέρος του κόσμου, ούτε η πιο όμορφη πόλη, η πιο καθαρή, ή η πιο φιλόξενη, αλλά αφού το βλέπει έτσι ας μας κάνει τη χάρη, να λιγοστεύουμε σιγά σιγά.. Έχει βρίσει πολλάκις τις γυναίκες και τους πάντες γενικά και όταν ο συνομιλητής του τον επαναφέρει λέγοντας πως υπάρχουν και γυναίκες μπροστά(εγώ και η άλλη βρε-έχει πάρει και άλλη μια ενδιάμεσα ο κάφρος) και δεν είναι σωστό να μιλάει έτσι, λέει το κορυφαίο ‘έλα μωρέ δεν ακούνε αυτές’!
Και αφού με ξεφορτώνει ένα τέταρτο περπάτημα μακριά από τη δουλειά μου ο πανάθλιος, φτάνω καταϊδρωμένη (και τελευταία βεβαίως βεβαίως) και μετά από γρήγορες σκέψεις(αναλαμπή δηλαδή) μπαίνω αιφνιδιαστικά στο γραφείο του μπος και του λέω με θλιμμένο μαζί με τρομοκρατημένο ύφος(μόνο που δεν έκλαιγα !εντ δε οσκαρ γκοους του…)ότι δεν είμαι καλά και μάλλον έχω πάθει δηλητηρίαση!
Με κοιτάζει με το πιο απαξιωτικό ύφος που θα μπορούσε να πάρει η μούρη ανθρώπου(ή μάλλον αφεντικού!) αλλά δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι λέω ψέματα οπότε με παραπέμπει στον συμπαθέστατο φαρμακοποιό γείτονα να μου δώσει κάτι να μου περάσει.. Και το θέατρο συνεχίζεται! Φεύγω αμέσως το ίδιο τρομοκρατημένη και πάω με το ίδιο ύφος στον συμπαθέστατο φαρμακοποιό γείτονα και του λέω το ίδιο παραμύθι μην τυχόν και πέσει μούρη με μούρη με τον μπος και του πει τίποτα άσχετο. Πρέπει να ήμουν πολύ πειστική γιατί μου είπε πως δεν φαινόμουν καθόλου καλά να σημειωθεί ως είχα ξυπνήσει λίγη ώρα πριν και έτρεχα πανικόβλητη!)
Παίρνει λοιπόν το σοβαρό του, το ύφος της δουλειάς που λένε και μου δίνει ένα κουτάκι χάπια που ούτε καν ακούω τις οδηγίες , κάθε πότε και πώς να τα παίρνω και φεύγω πάλι για τη δουλειά όπου φροντίζω να με δει κάποιος και καλά να τα παίρνω.. Φυσικά το ομορφούλικο και πολύχρωμο χαπάκι κατέληξε στην τσέπη μου και μπορεί να μην έκανε τη δουλειά που έπρεπε να κάνει αλλά την δική μου μια χαρά την έκανε!
Και παρόλη τη νύστα μου και το αγχωμένο ξεκίνημα της μέρας, είχα πιο καθαρό μυαλό από ποτέ και τελείωνα με απίστευτη ταχύτητα τις υποχρεώσεις μου!

Σκέφτηκα να ανοίξω τις κάψουλες με τα χαπάκια τα οποία αποτελούνται από πολύχρωμα μικροσκοπικά μπαλάκια και να τα χρησιμοποιήσω για διακοσμητικό!

Μερικές μέρες απορώ..

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2007

Ποιος ήρθε?

Ο άντρας ο ιδανικός ο σωστός, ο κύριος ο ίδιος.




Η αναζήτηση του ιδανικού άντρα δεν μοιάζει σε τίποτα με την αναζήτηση του ιδανικού σπιτιού, για παράδειγμα.
Έχεις ονειρευτεί την ιδανική κρεβατοκάμαρα, έχεις σκεφτεί με την παραμικρή λεπτομέρεια που θα τοποθετήσεις ακόμα και την παλιά ντιβανοκασέλα και το σκρίνιο από το πατρικό της γιαγιάς σου και με λίγη υπομονή, αρκετό χρήμα και άλλο τόσο χρόνο τελικά το αποκτάς.

Με τον ιδανικό άντρα όμως τι γίνεται?

Πολλές γυναίκες συγχέουν τους άντρες με τα σπίτια και στην αναζήτησή τους πλάθουν με τη φαντασία τους ακόμα και το πώς θέλουν να μοιάζει η πατούσα του, ακριβώς πόσες τρίχες να έχει και που, πώς να είναι η γωνία που σχηματίζει η κάτω γνάθος με την άνω και τι χρώμα να έχει φωνή του και κάπως έτσι ξεκινάν τα λάθη.

Ο άντρας δεν είναι λίστα για το σούπερ μάρκετ, αβγά-ρύζι-γάλα-καμπά, άντε τα έγραψα κάτσε να πάω να τα ψωνίσω τώρα.

Μπορεί να τον φαντάζεσαι βέβαια ψηλό μελαχρινό με γυμνασμένο σώμα και το όνειρο δικό σου είναι και είναι δικαίωμά σου να είναι όπως το θες μα έχεις σκεφτεί πόσοι ψηλοί μελαχρινοί έχουν περάσει από μπροστά σου και δεν τους έχεις δώσει σημασία?

Το θέμα δεν είναι ούτε πως μοιάζει, ούτε πόσα μεταπτυχιακά έχει, ούτε πόσο παχύ είναι το πορτοφόλι του και το εσωτερικό του μποξερακίου του-φορεμένο-. Το θέμα είναι να μιλήσει στην ψυχή σου την κατάλληλη στιγμή.

Και αυτός που θα μιλήσει στην ψυχή σου μπορεί να μοιάζει στον φρέντι κρούγκερ αγουροξυπνημένο, με βλεφαρόπτωση και τυμπανισμό και εσύ να τον δεις και να πέσεις τ’ανάσκελα.

Τι σημασία έχει αν είναι κοντός με μεγάλη μύτη στραβά δόντια και δεκαπέντε βαθμούς μυωπία, αν είναι ψηλός ξερακιανός άχαρος άξεστος με πολλές τρίχες, αν δεν ξέρει να ντυθεί να φερθεί και να μιλήσει σωστά, αν τα βγάζει πέρα με τα απολύτως απαραίτητα και μένει σε γκαρσονιέρα, αν έχει μπυροκοιλιά διπλοσάγονο και κατεβάζει καντήλια, αν έχει χειμώνα καλοκαίρι το δικό του φυσικό πουλόβερ, αν φτύνει στο δρόμο και βάζει στοίχημα με τους φίλους του ποιανού θα φτάσει πιο μακριά, αν μυρίζει η ανάσα του τσιγάρο και μπύρα και κάνει συλλογή από τσόντες , αν δεν πλένει τα χέρια του μετά το τίναγμα της σαύρας και πετάει τα σκουπίδια στο δρόμο, αν αερίζεται συχνά, θαυμάζει το αποτέλεσμα μιας επίσκεψής του στην τουαλέτα μετά από καφέ και τσιγάρο και έχει πρόβλημά με τους μύκητες στα πόδια?
Αν είναι ο δικός σου ιδανικός άντρας τότε έχει τις χάρες όλες.

Μην περιμένεις τον ηλιοκαμένο άντρα με το χαμόγελο της κολγκέιτ, το άτριχο σώμα με τις τέλειες αναλογίες και τα σωστά μεγέθη, τα αρρενωπά ζυγωματικά και τα γαλάζια μάτια γιατί ακόμα και αυτός όταν πάει στην τουαλέτα παράγει ακριβώς τους ίδιους ήχους με όλους άλλους.


Δεν μπαίνει σε καλούπια και δεν αποτελείται από χαρακτηριστικά μιας λίστας.
Ο ιδανικός άντρας είναι αυτός που θα καταλάβεις από την πρώτη στιγμή ότι είναι Αυτός.

"...και ο αγώνας συνεχίζεται κυρίες και κύριοι, μετά το άστοχο σουτ της κατά τα άλλα εύστοχης argyrenias στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας συνεχίζω και ρίχνω πασούλα γυριστή με ανάποδη κωλοτούμπα στην πρώην συμπαίχτρια Purple Clementine γιατί είχα ξεμείνει στα παλιά και εκείνη πιάνει την πάσα και...¨

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2007

Επιστολές κατεστραμμένων ή κατεστραμμένες επιστολές?

4.








«Μικρή μου,
και πάλι απόψε θα μ’ονειρευτείς, δεν το ξέρω μα το νιώθω. Δεν βλέπεις την πραγματικότητα, δεν υπάρχει.
Υπάρχω μόνο εγώ και εσύ. Ζεις το αποστειρωμένο όνειρο και πορεύεσαι μ’αυτό, με τα χρόνια το εξιδανικεύεις και απογοητεύεσαι κάθε στιγμή που περνάει και δεν το βλέπω.
Τρέμει η καρδιά σου για ‘μένα, τα μάτια σου υπάρχουν μόνο για να με κοιτούν, σπαταλάς τον θαυμασμό σου μόνο για ‘μένα, στα όνειρά σου υπάρχω μόνο εγώ, ψάχνεις την ασφάλεια της αγάπης σε λάθος αγκαλιές και το νιώθεις..
Μα τι υπάρχει στ’αλήθεια?
Δεν νιώθω, δεν γνωρίζω, δεν βλέπω, δεν αισθάνομαι, δεν παρατηρώ, δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσπαθώ.
Αντίο μικρή μου»

Επιστολές κατεστραμμένων ή κατεστραμμένες επιστολές?

3.


«Λατρεία μου,
πάλι το βράδυ με βρίσκει με τη μορφή σου να βασανίζει το μυαλό μου, να χαϊδεύει, το άδειο κορμί μου και να τριγυρνάει στο κρύο δωμάτιο που κάποτε αν τα όνειρά μου πάρουν μορφή αληθινή, θα το γεμίσεις με την παρουσία σου.
Υπάρχεις παντού, πίσω μου, μπροστά μου, πλάι μου, γύρω μου, μου μιλάς, μου χαμογελάς και φωτίζεται η ψυχή μου.
Είσαι η αιτία που έχει νόημα η ζωή μου, είσαι ο ήλιος που φωτίζει την καθημερινότητά μου, είσαι το οξυγόνο που χρειάζομαι για να υπάρχω, είσαι ο στίχος που ακούω και τρεμάμενος σ’αγγίζω. Τρέμω και σε σφίγγω πάνω μου όσο πιο δυνατά μπορώ με το φόβο μην σε χάσω, να σε κρατήσω εδώ στην αγκαλιά μου για πάντα, να νιώσω τους χτύπους της καρδιάς σου να χτυπούν συντονισμένοι με τη δική μου.
Δεν μου κρατάς το χέρι μα σφίγγεις τα δάχτυλά μου και γεμίζεις με ασφάλεια, δεν μ’αγκαλιάζεις μα κρύβεις το πρόσωπό σου στο λαιμό μου και αφήνεσαι, δεν περπατάς πλάι μου μα περπατάμε μαζί σαν ένα σώμα.
‘Σ’ακολουθώ και ξέρω πως χωράω μες το λακκάκι που’χεις στο λαιμό’
και εσύ κοιτούσες χαμηλά μην αντικρίσεις τα μάτια μου και προδοθείς. Χάνεσαι πίσω από τον καπνό που γεμίζουν τα μάτια σου
και δακρύζεις τάχα γι’αυτό.
Πάντα θα είσαι η λατρεία μου, λατρεία μου…»

Τρίτη 12 Ιουνίου 2007

Επιστολές κατεστραμμένων ή κατεστραμμένες επιστολές?

2.


«Μωρό μου,
δεν μπορώ να καταλάβω τι σε έπιασε πάλι και έφυγες σαν κυνηγημένη. Εγώ δεν σου έκανα τίποτα και δεν θέλω να νομίζεις πως φταίω σε κάτι. Όλοι άλλωστε συμφωνούν μαζί μου. Αν έχεις εσύ προβλήματα δεν το θεωρώ σωστό να ξεσπάς πάνω μου και να μου χαλάς τη μέρα που ήθελα να την περάσουμε μαζί αγκαλίτσα. Στη τελική ρε μωρό δεν σου είπα και τίποτα το τόσο τρομερό, μια χριστοπαναγία σου έριξα γιατί μου την έσπασες. Ήταν ανάγκη να μου χαλάσεις τη μέρα? Δεν με καταλαβαίνεις. Ποτέ σου δεν με κατάλαβες άλλωστε.
Πάντα το δικό σου ήθελες να γίνεται.
Όλο παράπονα είσαι και δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί. Εγώ δεν σου έχω κάνει κάτι και όλο πάνω μου ξεσπάς. Εγώ που σε αγαπάω τόσο πολύ ρε μωρό, εγώ που σε λατρεύω, εγώ που δεν σου χαλάω χατίρι όταν είσαι καλή μαζί μου?
Θα πρέπει να με νοιάζεσαι και να με σέβεσαι γιατί έτσι πρέπει και όχι να μου πηγαίνεις συνέχεια κόντρα λες και τα ξέρεις όλα και να με στεναχωρείς.
Γιατί να τσακωνόμαστε συνέχεια για βλακείες, γιατί να μην βάζεις μυαλό και να είσαι καλή μαζί μου όπως πρέπει?
Εντάξει εσύ φταις αλλά σε συγχωρώ.
Λοιπόν μωρό πρέπει να αλλάξεις.
Μωρό???????»

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

Επιστολές κατεστραμμένων ή κατεστραμμένες επιστολές?

1.





« Αγάπη μου,
πάνε μέρες τώρα που έχω να μάθω νέα σου και δεν σου κρύβω πως τρομάζω με τις σκέψεις μου για ‘σένα.. Σκέφτηκα πολλές φορές πως δεν σου αξίζει αυτό που ζεις μαζί μου αλλά είμαι πολύ εγωιστής για να σ’αφήσω να φύγεις από την αγκαλιά μου. Σε θέλω δική μου, να μου ανήκεις, εσύ, το είναι σου, το μέσα σου, οι σκέψεις σου, το μυαλό σου, η ανάσα σου, ο πόνος σου, η χαρά σου, η ψυχή σου, οι αισθήσεις σου, το σώμα σου, το πνεύμα σου, παντοτινά και ολοκληρωτικά δική μου.


Ξέρω όμως αγάπη μου πως δεν θα σε έχω ποτέ έτσι. Μπορώ να έχω το σώμα σου μα το πνεύμα σου και την ψυχή σου δεν θα τ’αγγίξω ποτέ γιατί εσύ το θέλησες. Δεν μου το έχεις πει ποτέ μα το νιώθω αγάπη μου πως δεν σε έχω. Ποτέ δεν σε είχα. Όταν σε κρατάω στην αγκαλιά μου πολλές φορές νιώθω τόσο μόνος, σαν να υπάρχεις σε έναν άλλο κόσμο και να ζεις άλλη ζωή πλασμένη ονειρικά για ‘σένα και εγώ, σαν σε όνειρο που όταν θα ξυπνήσω θα χαθείς σαν σύννεφο από κοντά μου, πασχίζω να βρω τρόπο να σε κρατήσω όσο γίνεται πιο πολύ, να μην τελειώσει ποτέ το όνειρο… μην γίνει εφιάλτης. Μα το νιώθω πως διαλύεσαι μέρα με τη μέρα. Χάνεσαι και νιώθω ανήμπορος να σε κρατήσω. Πως γίνεται να κρατήσεις κάτι άυλο άλλωστε?


Ξέρω πως σε πλήγωσα πολλές φορές, μα ποτέ έχοντας επίγνωση εκ των προτέρων του μεγέθους της δυστυχίας που σου επέβαλλα και αν κρίνω από τα μάτια σου ήταν απέραντη και συνεχής. Ποτέ αγάπη μου δεν θέλησα να σε πληγώσω μα τελικά το κατάφερνα. Πάσχιζα για την ευτυχία μας, μα ποτέ δεν σε λογάριασα. Πάντα πίστευα πως οι αποφάσεις που έπαιρνα για εμάς σε αντιπροσώπευαν και ήταν για το καλό σου. Είχες δίκαιο όταν μου έλεγες από την αρχή πως δεν γυρίζεις πίσω, μα εγώ λυκάκι μου πίστευα πως με την αγάπη μου θα σου αλλάξω γνώμη και θα σε κάνω να δεις το σωστό. Γιατί για ‘μένα αυτό είναι το σωστό αγάπη μου.


Πάντα μου έλεγες πως δεν υπάρχει σωστό και λάθος, παρά μόνο αυτό που λέει η καρδιά σου και η δική σου καρδιά αγάπη μου δεν γυρίζει πίσω. Μόνο που εγώ δεν ήθελα να το πιστέψω. Σε ήθελα πάντα δίπλα μου μα με τους δικούς μου όρους, με τα δικά μου θέλω, με τις δικές μου ανάγκες.


Δεν είμαι αχάριστος εγωιστής αγάπη μου, το καλό σου ήθελα πάντα, να μ’αγαπάς και να είσαι ευτυχισμένη κοντά μου. Μα σε λάθος μέρος την λάθος στιγμή.
Πάντα θα σε θυμάμαι αγάπη μου γιατί σ’αγαπώ και το ξέρω πως μ’αγαπάς και εσύ, μου το έχεις δείξει τόσες φορές άλλωστε και ας μην μου το λες τόσο συχνά όσο το έχω ανάγκη.
Μα δεν ξεχνώ και την πληγή που μου άνοιξες. Θα την κρατώ για πάντα μέσα μου και δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Το χειρότερο συναίσθημα που μπορεί να νιώσει κανείς, να μην μπορεί να κάνει τίποτα. Με έκανες να νιώσω ανήμπορος και σε μίσησα γι’αυτό. Ευχήθηκα πως κάποια στιγμή θα στο ανταποδώσω..


Τεντώνω το χέρι μου να σε κρατήσω ακόμα λίγο μα πιάνω το κενό. Μην μ’αφήνεις μόνο μου...Το σύννεφο που πήρε τη μορφή σου για λίγα χρόνια, χάθηκε για πάντα…»