Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007

Πώς να αποτύχεις σε μια συνέντευξη για δουλειά?

Έχεις κλείσει ραντεβού για συνέντευξη μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας ώρα αιχμής και πρέπει να πας κάπου που ξέρεις μόνο στο περίπου πού είναι και έχεις δώσει στον εαυτό σου όσο χρόνο θα χρειαζόσουν αν ήξερες ακριβώς πού βρίσκεται το μέρος που πας, λεπτό παραπάνω.
Φυσικά ξεκινάς τελευταία στιγμή χωρίς να εξοικονομήσεις καθόλου χρόνο για να προετοιμαστείς και αρχίζεις να αγχώνεσαι με γεωμετρική πρόοδο.
Έχεις ξεχάσει ότι πρέπει να αλλάξεις γραμμή στο μετρό και ψάχνεις τη διαδρομή στον τοίχο για να δεις προς τα πού πρέπει να πας. Φυσικά το χάνεις τελευταία στιγμή και βλέπεις ότι το επόμενο θα έρθει σε 5 λεπτά, όσα ακριβώς σου απομένουν δηλαδή για να είσαι στην ώρα σου.
Βγαίνεις τελικά από τον σταθμό και εννοείται πως δεν ξέρεις προς τα πού πρέπει να πας. Ρωτάς όλους τους περιπτεράδες τριγύρω και helloooooo , δεν ξέρει κανείς τη διεύθυνση που ψάχνεις.
Περνάς από όλα τα πιθανά δρομάκια, γιατί υποθέτεις πως για να μην το ξέρει κανείς δρομάκι ψάχνεις και είναι αυτονόητο πως δεν το βρίσκεις αλλά για καλή σου τύχη είναι ένα συνεργείο μεταφορών εκεί που περπατάς και κοντεύεις να λιποθυμήσεις απ’το άγχος και τη ζέστη και δόξα τον ύψιστο ξέρει τον δρόμο που ψάχνεις.
Βρίσκεις επιτέλους τον δρόμο και σταματάς σε ένα κολωνάκι (το πράγμα όχι την περιοχή) και ψάχνεις στην ξέχειλη από αντικείμενα τσάντα που κουβαλάς όλη μέρα για το μικρούλι χαρτάκι που έχεις γράψει τη διεύθυνση, το τηλέφωνο και το όνομα της εταιρίας και του ανθρώπου που πρέπει να συναντήσεις για τη συνέντευξη βγάζοντας όσα περισσότερα πράγματα μπορείς από μέσα και κρατώντας τα στα χέρια, κάτω από τις μασχάλες και όπου αλλού έχεις χώρο και συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει πουθενά.
Για καλή σου τύχη θυμάσαι τη διεύθυνση και στο περίπου το όνομα της εταιρίας και δεν πανικοβάλλεσαι τόσο όσο να συνειδητοποιήσεις την αθλιότητα της κατάστασής σου και αρχίζεις να ψάχνεις το κτίριο. Μπαίνεις στο πρώτο που βλέπεις πως η ονομασία παραπέμπει στο αντικείμενο της εταιρίας που ψάχνεις χωρίς να ελέγξεις το νούμερο και εισβάλλεις στο ασανσέρ πατώντας το κουμπί που η έμπνευσή σου σου λέει πως θα σε πάει στον σωστό όροφο.
Χτυπώντας το κουδούνι βρίσκεσαι μπροστά σε κάποιον που σε κοιτάζει σαν να αντικρίζει την παραπάνω μούρη(και με το δίκιο του) και σε ρωτάει τι θες. Εσύ του λες ότι έχεις έρθει για την συνέντευξη και σού’ρχεται η μετωπική με την ερώτηση που ήθελες να αποφύγεις όπως όταν ήσουν παιδί τις φακές αλλά τελικά τις έτρωγες:
Με ποιόν? Φυσικά εσύ δεν ξέρεις το όνομά του μιας και ήταν γραμμένο στο χαρτάκι που έχασες πριν από λίγο και κοιτώντας τον σαν σαύρα τη μύγα του απαντάς ότι δεν θυμάσαι αλλά ξεκινάει από Γ. Εξαφανίζεται για λίγο ξύνοντας τα λιγοστά μαλλιά που του έχουν απομείνει και μετά επιστρέφει και σου λέει με σιγουριά πως έχεις κάνει λάθος κτίριο, του λες το νούμερο που σου θυμίζει ότι γράφει το σημείωμα που έχασες και σε παραπέμπει σε δυο κτίρια παρακάτω με βλέμμα συμπόνιας και αμέριστης συμπαράστασης για το δράμα που πιθανόν ζει η οικογένειά σου.
Φτάνεις στο σωστό μέρος και ξαναβουτάς στο ασανσέρ, πατάς το κουμπί που νομίζεις πως θα σε οδηγήσει στον σωστό όροφο αλλά στην πορεία αλλάζεις γνώμη και πιστεύεις ακράδαντα πως είναι έναν όροφο πιο κάτω και μόλις φτάνεις μισανοίγεις την πόρτα, την ξανακλείνεις, πατάς το αποκάτω νομίζοντας πως πας εκεί που θες και δεν κάνεις τραγικό λάθος και μόλις φτάνεις παίζεις το ίδιο έργο με λίγο πριν αλλά και πάλι τρως πόρτα και πάς παρακάτω με την σκέψη της τελευταίας ελπίδας να κρέμεται από μια κλωστή αλλά ευτυχώς βρίσκεις επιτέλους στόχο.
Μπαίνεις μέσα και η γραμματέας σε πάει κατευθείαν στο γραφείο του ανυποψίαστου που θα ανεχτεί τη μούρη σου για τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά και κάθεσαι.
Πιάσε εικόνα τώρα: εσύ έχεις κατακοκκινίσει εντελώς από το τρέξιμο και η μούρη σου μοιάζει με μπαλόνι του ολυμπιακού έτοιμο να σκάσει, στάζεις από παντού και το άσπρο πουκάμισο που νόμιζες πως θα είναι το κατάλληλο ένδυμα για μια αξιοπρεπή συνέντευξη έχει γίνει διάφανο στα αυλάκια που έχει σχηματίσει ο ιδρώτας, το κρυολόγημα που σου κάνει παρέα τις τελευταίες μέρες αποφάσισε να κάνει αισθητή την παρουσία του και βρίσκεσαι να παλεύεις με ότι έχει σωθεί από το μοναδικό χαρτομάντιλο που σου έχει απομείνει, πας να μιλήσεις και δεν μπορείς να αποφασίσεις αν χάνεις τα λόγια σου από το λαχάνιασμα ή το άγχος που χάρη στη γεωμετρική πρόοδο έχει φτάσει στο συν άπειρο και τελικά καταφέρνεις να φύγεις όσο πιο γρήγορα μπορείς, σχεδόν τρέχοντας και παρακαλάς να ανοίξει μαγικά μια τρύπα κάτω από τα πόδια σου για να κρυφτείς αξιοπρεπώς όσο είναι καιρός και αντέχεις να στέκεσαι πάνω σ’αυτά.

Μετά από όλα αυτά αν μάθεις ότι σε πήραν στη δουλειά να εύχεσαι μην είναι η φωλιά του κούκου αυτοπροσώπως.
Με τις υγείες σου.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

Τι απέγινε ο καπνός σου?




Έλα κράτα το και μόλις σου πω πάρε μια βαθιά ανάσα.
Δεν μπορώ, πνίγομαι. Μα θα είναι γλυκό μπροστά στον λυγμό που θα σε πνίγει χρόνια μετά.
Στα δώδεκα τι να ξέρει και τι να καταλάβει κανείς? Δώδεκα στιγμές, δώδεκα πνοές.

Στα χέρια να καίει και να βαραίνει το μυαλό, στα χέρια να γλιστράει και να κιτρινίζει τα αυλάκια τους, στο στόμα να κρέμεται και να πικρίζει για τη ζωή που θα ‘ρθει, προοικονομία του Ομήρου που με βάσανο μάθαινες.

Σε βρώμικα πεζούλια και σε σκοτεινά δρομάκια παρέα με τα λόγια που πάντα θα θυμάσαι, λόγια κρυμμένα που το φεγγάρι τα ξεθάβει από κάθε γωνιά σου, λόγια που ξέρεις πως θα μείνουν εκεί . Λόγια που ξεπηδούν από στενά σοκάκια που χιλιοπερπάτησες.
Έχεις δει πως καίγεται αργά και αφήνει το γκρι, απαλό να πέφτει νωχελικά μέσα από τη φωτεινή λάμψη..

Μυστικά και όνειρα ειπωμένα μετά από χρόνια ξεχασμένα και παραδομένα.
Βυζαντινό και Καφωδείο ώρες ατέλειωτες παρέα με μουσικές που ποτέ δεν θα ξεχαστούν μα ο καπνός έχει πια χαθεί λες και αυτό είχες σκοπό όταν προσπαθούσες να τον φυσάς με δύναμη μακριά.

Στα δεκαπέντε παρέα με τα πολύχρωμα φώτα τα γέλια και τα μυστικά ποιήματα, στα δεκάξι τα πρώτα χτυποκάρδια και τα απαγορευμένα διαλείμματα πίσω από το αμφιθέατρο, στα δεκαεπτά παρέα με τα τραγούδια του Άσιμου τις συναυλίες από το κάστρο και τα νυσταγμένα ποτά, στα δεκαοκτώ παρέα με τη βροχή και την ζωή στα σκαλάκια της βιβλιοθήκης, στα δεκαεννιά με τις προδοσίες το παρελθόν και τα όνειρα και τώρα παρέα με την αλήθεια..

«Και δεν μου καίγεται καρφί, αν εσύ περνάς και δεν μου ξαναμιλάς.
Ίσως να ξανάρθεις, όταν θα ‘χω πια, όταν θα ‘χω πια χαθεί.
Κι ή θα μ’ έχουν κάψει, ή θα έχω μα... ή θα έχω μαραθεί.
Κι ας μη σου καίγεται καρφί, κι ας συνήθισες, κι ας συνήθισες κι εσύ.»

Νικόλας Άσιμος.