Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Πόσο άλλο πάει?







Τόσα χρόνια επέμενες, το βροντοφώναζες πως δεν πάει άλλο και εγώ σε άκουγα.
Μα μερικά χρόνια μετά ήταν αρκετές δύο ώρες για να ανατρέψεις τα πάντα και να αναιρέσεις τον εαυτό σου για πάντα. Άραγε δεν πιστεύεις τίποτα πια από αυτά που είχα κάνει ύμνο μου από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου?
Άλλος ένας μύθος, μέσα μου γκρεμίζεται.




Πότε σταμάτησες ν’αγαπάς τη φωνή σου?
Πότε σταμάτησες να πιστεύεις σ’αυτούς που σου εμπιστεύτηκαν τα τραγούδια τους?
Μην ανησυχείς (μεταξύ μας, τρόπος του λέγειν), δεν υπάρχεις για μένα με την σημερινή σου υπόσταση μα με την τότε, την όμορφη, την επαναστατική, την διαφορετική, τη γνήσια αυθεντική φωνή σου που εκμεταλλευόσουν με την πιο όμορφη και γοητευτική έννοια της λέξης, γιατί κάποτε ήσουν αυθεντικός.
Τώρα όμως Βασίλη είσαι ένας από αυτούς, τους πολλούς.




Θα’θελα να ήξερα τι νοιώθεις πια όταν τραγουδάς Άσιμο, Καββαδία, Λοίζο.
Θα’θελα να ήξερα τι νοιώθεις όταν στοιβάζεις, αυτούς που σε εκτίμησαν πραγματικά και φωνάζουν με την αλήθεια της ψυχής τους ότι ζούνε για να σ’ακούνε, σε ένα μαγαζάκι που σου κάνει σαφές πως αν δεν χαραμίσεις το 1/3 του μισθού σου ούτε με κιάλια δεν σε βλέπει γιατί πολύ απλά δεν είσαι στο οπτικό του πεδίο.




Κανονικά θα έπρεπε να γράφει απ’έξω πως απαγορεύεται η είσοδος στους κάτω από 1,77 , που δεν τους αρέσουν παιδικά αστεία που κρατάν 15 λεπτά, στους πάνω από 65 κιλά, σε ανθρώπους που φοράνε παλτό και κασκόλ Νοέμβρη μήνα, σε ανθρώπους με τσάντα, σ’αυτούς που δεν μπορούν να στέκονται 4 ώρες όρθιοι χωρίς να νοιώθουν 80 χρονών, σε εκείνους που δεν κουβαλούν μαζί τους σπαστό τραπεζάκι και σκαμπό γιαγιάς για την εκκλησία, σ’αυτούς που δεν έχουν φαντασία, που δεν έχουν πρόβλημα να τους καίνε τα χέρια με τσιγάρο, που δεν έχουν πρόβλημα να κολλήσουν διάφορα μικρόβια εκτός αν έχουν προπονημένη κύστη, που γουστάρουν σπρωξίδι και γενικά στους μη μαζόχες.

Ξέχασες Βασίλη τις συναυλίες στην Πανεπιστημιούπολη που τα έδινες όλα και δεν έπαιρνες δεκάρα?
Ξέχασες που έκανες κόσμο να θυμάται για χρόνια μετά τον τρόπο που έκανες μια απλή σκηνή σε μια πλατεία να λάμπει με την παρουσία σου?
Ξέχασες πόσα παιδιά ξεσήκωνες με «Το καράβι» σου και άλλα τόσα που έκανες να δακρύζουν μόνο με τη φωνή σου όπως έσπαγε «Πριν το τέλος» ?
Ξέχασες όλους αυτούς που ερωτεύτηκαν τη «Στέλλα» και της φώναζαν «Σ’ακολουθώ»?
Ξέχασες πόση χαρά και αξέχαστες βραδιές χάριζες απλόχερα?
Ξεχνάς γρήγορα Βασίλη.
Το καταλαβαίνω πως μπορεί να έχεις κάποια παραπάνω έξοδα αυτό τον καιρό μα δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να τα πληρώσω εγώ και όλοι οι άλλοι οι ανυποψίαστοι.




Βασίλη «Γεια σου». . .




(θυμάσαι?)